-
1 Τσιγγάνα
[цингана] ουσ. θ. цыганка.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > Τσιγγάνα
-
2 цыган
-
3 цыганка
ж; м - цыганη Τσιγγάνα -
4 цыганка
цыган||каж ἡ Τσιγγάνα, ἡ 'Αθιγγανίς, ἡ Γύφτισσα. -
5 цыганка
[τσυγκάνκα] ουσ. θ. τσιγγάνα -
6 цыганка
[τσυγκάνκα] ουσ θ τσιγγάνα
См. также в других словарях:
Christos Tsaganeas — Hristos Tsaganeas Χρήστος Τσαγανέας Born July 2, 1906 Brăila … Wikipedia
Τσιγγάνος — ο, θηλ. Τσιγγάνα, Ν στον πληθ. οι Τσιγγάνοι εθνολ. καυκασοειδής λαός με σκουρόχρωμο δέρμα, ο οποίος προέρχεται από τη βόρεια Ινδία, αλλά σήμερα ζει διάσπαρτος σε όλες τις κατοικούμενες περιοχές τού πλανήτη και κυρίως στην Ευρώπη. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ναΐφ — Αυτοδίδακτοι ζωγράφοι που δημιουργούν τα έργα τους έξω από τα επίσημα πολιτιστικά και καλλιτεχνικά πλαίσια. Ονομάζονται επίσης νεοπριμιτίφ, ζωγράφοι της Κυριακής, λαϊκοί ζωγράφοι της πραγματικότητας, ή ζωγράφοι της Σακρέ Κερ (από την ομώνυμη… … Dictionary of Greek
τσίφτης — ο, θηλ. τσίφτισσα, Ν 1. (για πρόσ.) α) τέλειος, άψογος β) ευκίνητος, γρήγορος, καπάτσος («χτύπα τα πόδια τσίφτισσα, τσιγγάνα τουρκογύφτισσα», λαϊκό τραγούδι) 2. ζωολ. κοινή ονομασία τού γερακιού Μilvus migrans τής οικογένειας accipitridae.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Καρκό, Φρανσίς — (Francis Carco, Νέα Καληδονία 1886 – Παρίσι 1958). Γάλλος ποιητής. Τα έργα του ανήκουν στην παράδοση της ρομαντικής ποίησης και διακρίνονται από έναν νοσταλγικό και μελαγχολικό τόνο. Τα κυριότερα είναι: Η τσιγγάνα και η καρδιά μου (1912), Οι… … Dictionary of Greek
Κορέτζιο — (Correggio, Κορέτζιο 1489; – 1534). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού ζωγράφου Αντόνιο Αλέγκρι (Antonio Allegri), το οποίο υιοθέτησε από τον τόπο γέννησής του. Ελάχιστα στοιχεία είναι γνωστά για την αρχή της σταδιοδρομίας του. Αναφέρεται ότι… … Dictionary of Greek
Μαδράς, Αχιλλέας — (Κωνσταντινούπολη 1875 – Αθήνα 1967). Ηθοποιός και σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Σπούδασε στο Ωδείο του Παρισιού και στην πόλη αυτή εμφανίστηκε για πρώτη φορά με τον θίασο της Σάρα Μπερνάρ (1900), γεγονός που τον έκανε σύντομα γνωστό στο… … Dictionary of Greek
Ρισπέν, Ζαν — (Richepin, Αλγερία 1849 – Παρίσι 1926). Γάλλος συγγραφέας. Έζησε περιπετειώδη ζωή και ασχολήθηκε με πολλά επαγγέλματα ώσπου να καταπιαστεί αποκλειστικά με τη λογοτεχνία (ναυτικός, χαμάλης, ηθοποιός κ.ά.). Αργότερα συνεργάστηκε με διάφορες… … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek
Ρουσό, Ανρί — (Rousseau, o λεγόμενος Τελώνης, Λαβάλ 1844 – Παρίσι 1910). Γάλλος ζωγράφος. Αρχηγός της ζωγραφικής ναΐφ και σύγχρονος των μεταεμπρεσιονιστών, από τους οποίους διαφέρει πολύ προαγγέλλοντας από πολλές απόψεις τον υπερρεαλισμό, ο Ρ. υπηρέτησε ως… … Dictionary of Greek